νεμεσητός
English (LSJ)
ή, όν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. Il.11.649:—
A causing indignation or wrath, worthy of it, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 3.410, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι 9.523, Od.22.59; οὔτοι νεμεσητόν S.Ph.1193 (lyr.), cf. Pl.Euthd.282b; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν Phld.Sto.339.12; ν. ἰδεῖν Tyrt.10.26; ψεῦδος δὲ . . ν. κατὰ φύσιν Pl.Lg.943e; νεμεσητὸν ἐὰν . . it is matter for indignation that... Arist.Rh.1387a32, cf. IPE12.34.17 (Olbia). 2 retributive, ἔπαθε πρᾶγμα ν. retribution, Plu. Ages.22 ; so νεμεσητὰ παθεῖν Id.Per.37; πάθος ν. ἔπαθε Id.Pomp.38; τὸ ν. ἀφοσιούμενος ib.42. b deserving retribution, Nic.Dam.68.9J. II Act., prone to wrath, αἰδοῖος νεμεσητός Il.11.649; Κύπρι νεμεσσατά Theoc.1.101.
German (Pape)
[Seite 239] ep. νεμεσσητός, was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswerth, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ παθεῖν, die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben αἰδοῖος Il. 11, 649.