ἀνίχνευσις

Revision as of 14:24, 31 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, tracing out, investigation, Eust.1437.16.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ investigación Eust.1437.16.

Greek Monolingual

η (Μ ἀνίχνευσις)
1. αναζήτηση θηράματος με παρακολούθηση τών ιχνών του
2. προσεκτική διερεύνηση με αφετηρία ορισμένα ίχνη
νεοελλ.
1. χημ. εξακρίβωση της παρουσίας στοιχείου ή ένωσης σε άγνωστο δείγμα
2. στρ. μέθοδος και ενέργεια επισήμανσης τών θέσεων και της δύναμης του εχθρού.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίχνευσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνιχνεύειν, Εὐστρ. 1437. 16.