παρεισρέω

Revision as of 07:32, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

flow in or stream in, (ὕδωρ) εἰς τὰς μυωπίας π. Thphr. Fragmenta 174.7; glide in or slip in, εἰς τὰ συσσίτια, εἰς τὴν πόλιν, Plu.Lyc.17,27:—Pass., in lit. sense, ἐὰν παρεισρυῇ ὑγρὸν εἰς τὴν ἀρτηρίαν glide in by the side or glide in imperceptibly, Arist.PA664b5, cf. Agathin. ap. Orib.10.7.28.

German (Pape)

[Seite 512] (s. ῥέω), daneben, heimlich, unvermerkt hinein- od. zufließen, ἐάν τι παρεισρυῇ, Arist. part. an. 3, 3; sich hineinschleichen, πρὸς τὰ συσσίτια, Plut. Lyc. 17; εἰς τὴν πόλιν, 27; ἵνα μή τι ἀκατάληπτον παρεισρυῇ, M. Ant. 7, 54.

French (Bailly abrégé)

s'infiltrer de côté ou d'une façon imperceptible, se glisser dans : εἴς τι dans qch ; πρός τι auprès de qch.
Étymologie: παρά, εἰσρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εισρέω infiltreren.

Russian (Dvoretsky)

παρεισρέω:
1 (сбоку), втекать, вливаться, (εἰς τὴν ἀρτηρίαν Arst.);
2 перен. просачиваться, прокрадываться (εἰς τὴν πόλιν, πρὸς τὰ συσσίτια Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ εισρέω
1. (για υγρό) εισρέω αθόρυβα, απαρατήρητα
2. μτφ. εισέρχομαι κρυφά, απαρατήρητα.

Greek Monotonic

παρεισρέω: μέλ. -εισρεύσομαι, ρέω πλαγίως, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισρέω: ῥέω πλαγίως εἴς τι, παρεισέρχομαι, μὴ λανθάνῃ παρεισρέον τὸ ὕδωρ Ὀρειβάσ. σ. 292 Matth. «ἐξ Ὠκεανοῦ ποταμοὶ πάντες ... ἐξ Ὁμήρου δὲ πολλὴ παρεισέρρευσε τοῖς σοφοῖς λόγου ἐπιρροὴ» Εὐστάθ. σ. 1, 8· παρεισρέων πρὸς τὰ συσσίτια Πλουτ. Λυκοῦργ. 17· τοὺς ἀθροιζομένους ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ καὶ παρεισρέοντας εἰς τὴν πόλιν αὐτόθι 27· εἰσορμῶ ἐπί τινα, ἐπὶ πολεμίων, μετὰ δοτικ., τὸ πλῆθος τῶν ἀθέσμων βαρβάρων ἄφνω παρεισέρρευσε (διάφ. γραφ. παρεισέπνευσε) τοῖς ἐγχωρίοις Νικήτ. Εὐγ. 1. 110. - Παθητ., εἰσέρχομαι πλαγίως ἢ κρυφίως, χωρὶς νὰ παρατηρηθῶ, εἰς ... Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 3, 6.

Middle Liddell

fut. -εισρεύσομαι
to flow on beside, Plut.