ἀτταγήν

Revision as of 07:37, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῆνος, ὁ, = ἀτταγᾶς, Phoenicid.2.5, Arist.HA617b25, 633b1, Thphr. Fragmenta 180.

Spanish (DGE)

v. ἀτταγᾶς.

German (Pape)

[Seite 389] ῆνος, ὁ, dasselbe, com. Ath. XIV, 652 d; Arist. H. A. 10, 36, von Atticisten verworfen.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
francolin (attagen Ionicus), oiseau.
Étymologie: c. ἀτταγᾶς.

Russian (Dvoretsky)

ἀττᾰγήν: ῆνος ὁ зоол. предполож. франколин (Tetrao bonasia) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτταγήν: ῆνος, ὁ, πτηνὸν κατὰ τὸ φαινόμενον διάφορον τοῦ ἀτταγᾶ, πιθ. εἶδος μελεαγρίδος, tetrao orientalis, Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 26· τάσσεται μετὰ τῶν κονιστικῶν ὀρνίθων, τῶν ὀρνίθων... ὅσοι μὲν μὴ πτητικοί, ἀλλ’ ἐπίγειοι, κονιστικοί, οἷον ἀλεκτορίς, πέρδιξ, ἀτταγήν..., φασιανὸς ὁ αὐτ. 9. 50 ἐν τέλει· attagen Ionicus, περιζήτητον λίχνευμα παρὰ Ρωμαίοις, Ὁράτ. Ἐπῳδ. 2. 54, πρβλ. Μαρτιάλιν 13. 61: ― ὑποκορ. ἀτταγηνάριον, τό, Χοιροβ. 1. 43.

Greek Monotonic

ἀτταγήν: -ῆνος, ὁ, πτηνό, πιθ. είδος αγριόγαλου, Λατ. attagen Ionicus, σε Οράτ.

Middle Liddell

a bird, prob. a kind of grouse, attagen Ionicus, Hor.