ἀχρωμάτιστος
English (LSJ)
[μᾰ], ον, uncoloured, Arist.Mete.371b9, 377b1, Thphr. De Odoribus 31. Adv. ἀχρωματίστως [Lib.]Decl.30.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene color πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.Mete.371b9, cf. 377b1, σῶμα ἀ. Epicur.Fr.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.Od.31.
2 adv. ἀχρωματίστως = sin color ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.Descr.30.5.
German (Pape)
[Seite 420] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρωμάτιστος: бесцветный, неокрашенный (τὰ νέφη Arst.; σῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρωμάτιστος: -ον, ὁ μὴ κεχρωματισμένος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 6., 3. 6, 1, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 31. ― Ἐπίρρ. -τως Λιβάν. 4. 1070.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχρωμάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει χρωματιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη.
Translations
Armenian: անգույն; Asturian: incoloru; Bulgarian: безцветен; Catalan: incolor; Chinese Cantonese: 無色, 无色; Mandarin: 無色, 无色; Czech: bezbarvý; Dutch: kleurloos; Esperanto: senkolora; Finnish: väritön; French: sans couleur, incolore; Galician: incoloro; German: farblos; Greek: άχρωμος; Ancient Greek: ἀχρώτιστος, ἀχρωμάτιστος, ἄχρως, ἄχροος, ἀχρώματος; Hungarian: színtelen; Icelandic: litlaus; Ido: senkolora; Italian: incolore; Japanese: 無色の; Korean: 무색의; Kurdish Central Kurdish: بێڕەنگ; Northern Kurdish: bêreng; Manx: neughaaoil; Maori: kanokore; Norwegian Bokmål: fargeløs; Nynorsk: fargelaus; Persian: بیرنگ; Polish: bezbarwny; Portuguese: incolor; Romanian: incolor, fără culoare; Russian: бесцветный; Slovak: bezfarebný; Spanish: incoloro; Swedish: färglös; Telugu: రంగులేని; Turkish: renksiz; Ukrainian: безбарвний, безколірний