ἐπιείκελος

Revision as of 17:01, 5 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινι" to "τινι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐπιείκελον, = εἴκελος, like, resembling, similar, equal, τινί, the masc. freq. in Hom. (esp. in Il.), but only in phrases ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν, θεοῖς ἐπιείκελος, Il.1.[265], 4.394, Od.24.36, etc.; so θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα Hes.Th.968.

German (Pape)

[Seite 940] = simpl., ähnlich, Il. 1, 265 u. öfter, wie bei Hes. Th. 968 in der Vrbdg ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν u. θεοῖς ἐπιείκελος. – Bei Opp. Cyn. 2, 167 ἐπείκελος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait semblable à, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἴκελος.

English (Autenrieth)

(ϝείκελος): like to; θεοῖς, άθανάτοισιν, Α 2, Il. 9.485.

Greek Monolingual

ἐπιείκελος, -ον (Α)
ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)].

Greek Monotonic

ἐπιείκελος: -ον, = εἴκελος, όμοιος, παρεμφερής, τινι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιείκελος: очень похожий, подобный (ἀθανάτοισιν Hom.; θεοῖς Hes.).