ἐπείκελος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπείκελος Medium diacritics: ἐπείκελος Low diacritics: επείκελος Capitals: ΕΠΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: epeíkelos Transliteration B: epeikelos Transliteration C: epeikelos Beta Code: e)pei/kelos

English (LSJ)

dub. l. for ἐπιείκελος, Opp.C.2.167.

German (Pape)

[Seite 910] = ἐπιείκελος, Opp. C. 2, 167.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείκελος: ἐπιείκελος, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3398. 4· παρὰ τῷ Ὀππ. ἐν Κυνηγ. 2. 167, ἴσως γναμπτοῖς ἐπιείκελοι εἶναι ἡ διάφ. γραφή.

Greek Monolingual

ἐπείκελος, -ον (Α)
αντί επιείκελος.