προκήδομαι

Revision as of 07:39, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

take care of, take thought for, τινος A.Pr.629, S.Ant. 741, Tr.966 (lyr.); in later Prose, ἑαυτοῦ prob. in Phld.Rh.2.157 S., cf.J.AJ13.16.6.

German (Pape)

[Seite 730] (s. κήδομαι), versorgen, Fürsorge tragen, τινός, für Einen, μή μου προκήδου μᾶσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ, Aesch. Prom. 629; φίλου, Soph. Trach. 962; Ant. 747, sp. D.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
prendre soin de, gén..
Étymologie: πρό, κήδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κήδομαι zorg dragen voor, met gen.

Russian (Dvoretsky)

προκήδομαι: заботиться (τινος Aesch., Soph., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προκήδομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος, σκέπτομαι περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Πρ. 629, Σοφ. Ἀντ. 741, Τρ. 966.

Greek Monolingual

Α
φροντίζω, προνοώ για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κήδομαι «φροντίζω, νοιάζομαι»].

Greek Monotonic

προκήδομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ., φροντίζω για κάποιον, σκέφτομαι, μεριμνώ για κάποιον, τινος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

only in pres.]
Dep. to take care of, take thought for, τινος Aesch., Soph.