σκέφτομαι

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ΝΑ σκέπτομαι και σκέφτομαι Ν
1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα το σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.)
2. (η μτχ. του παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται μετά από σκέψη, πρόθεση ή προμελέτη, σκόπιμος (α. «πρόκειται για εσκεμμένη ενέργεια» β. «πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έχω κατά νου, προσχεδιάζω, προτίθεμαι, σκοπεύω (α. «σκέπτομαι να κάνω ένα ταξίδι» β. «σκέπτομαι να πουλήσω το οικόπεδο»)
2. είμαι βυθισμένος σε σκέψεις, είμαι σκεπτικός, είμαι συλλογισμένος («Αντώνη μου τί σκέφτεσαι κι' είσαι συλλογισμένος;», δημ. τραγούδι)
3. φρ. «σκέπτομαι άρα υπάρχω»
(φιλοσ.) η πρώτη πρόταση πάνω στην οποία στήριξε τη φιλοσοφία του ο Γάλλος φιλόσοφος Ντεκάρτ και προκάλεσε αποφασιστική στροφή στη νεώτερη σκέψη
αρχ.
1. βλέπω ολόγυρα, κυρίως μακριά, έχοντας τα χέρια πάνω από τα μάτια, κατοπτεύω («σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑτέρους», Ομ. Οδ.)
2. παρατηρώ, παρακολουθώ με προσοχή, κατασκοπεύω («τοὺς... Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι», Ηρόδ.)
3. δίνω προσοχή, προσέχω («σκέψασθε, παῖδες
οὐχ ὁρᾱθ'; ὥρα νέα, χελιδών», Αριστοφ.)
4. εξετάζω, ερευνώ, διερευνώ («σκέπτεσθαι τῷ δακτύλῳ τι», Ιπποκρ.)
5. στρέφω την προσοχή ή τη σκέψη μου σε κάτι, παρατηρώ με σκέψη, έχω ή λαμβάνω υπ' όψιν («σκέψασθε τὴν τύχην δυοῑν βροτοῑν», Σοφ.)
6. κρίνω, συμπεραίνω («σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων», Αριστοφ.)
7. νομίζω, υπολογίζω ότι κάτι είναι έτσι ή αλλιώς («καλλίω θάνατον σκεψάμενος ἀπαλλάτου τοῦ βίου», Πλάτ.)
8. προνοώ («σκεπτόμεθα τ'αναγκαῖ' ἑκάστης ἡμέρας», Φιλήμ.)
9. προετοιμάζω, προμελετώ, προσχεδιάζωσκέπτομαι λόγους», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκέπτομαι (< σκεπ-jομαι, πρβλ. κλέ-πτ-ω < κλέπ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα spek- «κατασκοπεύω, παρατηρώ με προσοχή» (με αντιμετάθεση τών συμφώνων -π- και -κ-) και αντιστοιχεί με λατ. specio «βλέπω, παρατηρώ» (από όπου προέρχονται πολλές λ. τών νεώτερων γλωσσών, πρβλ. αγγλ. speculate, special, γαλλ. spectateur, spectacle, γερμ. Spiegel κ.λπ.), αρχ. ινδ. paśyati «βλέπω», γερμ. spahen «κατασκοπεύω». Το ρ. σκέπτομαι αποτελεί πιθ. παρ. κάποιου ονοματικού τ., αμάρτυρου στην Ελληνική (πρβλ. αρχ. ινδ. spaś-, αβεστ. spas-). 'Εχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η ρίζα sp-ek- ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sep- «ασχολούμαι, τιμώ» του ρ. ἕπω (Ι) «ασχολούμαι με κάτι». Το ρ. σκέπτομαι χρησιμοποιείται με την ειδικότερη σημ. «προσπαθώ να δω κάτι, κατασκοπεύω» (πρβλ. σκοπός, σκοπή, σκοπιά), απ' όπου προήλθε και η σημ. «στρέφω την προσοχή μου, συλλογίζομαι, εξετάζω» και έτσι διακρίνεται από τα συγγενή σημασιολογικώς ρ. βλέπω και ὁρῶ. Ο νεοελλ. τ. σκέφτομαι, με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κλέπτης: κλέφτης, πταίω: φταίω). Από το ρ. σκέπτομαι, τέλος, παράγεται πιθ. και ο τ. σκώψ].