κορκορυγμός

Revision as of 10:21, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Philopatr" to "Philopatr")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, = κορκορυγή (rumbling noise, tumult, din), of the bowels, Ps.-Luc. Philopatr. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme des intestins ; p. ext. tout bruit sourd, bruit, tumulte d'un combat.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. βορβορυγμός.

German (Pape)

ὁ, = κορκορυγή; Luc. Philopatr. 3; Suid. erkl. ταραχαί.

Russian (Dvoretsky)

κορκορυγμός: ὁ Luc. = κορκορυγή.

Greek (Liddell-Scott)

κορκορυγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 3.

Greek Monolingual

κορκορυγμός, ὁ (Α) κορκορυγῶ
υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.).