βορβορυγμός

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβορυγμός Medium diacritics: βορβορυγμός Low diacritics: βορβορυγμός Capitals: ΒΟΡΒΟΡΥΓΜΟΣ
Transliteration A: borborygmós Transliteration B: borborygmos Transliteration C: vorvorygmos Beta Code: borborugmo/s

English (LSJ)

ὁ, intestinal rumbling, Hp.Prog.11; belching, Suid.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 gorgoteo, medic. borborigmo Hp.Prog.11, Epid.4.56, Coac.275, Gal.17(2).31, Luc.Lex.20, Cael.Aur.CP 3.20.194.
2 eructo πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν β. Iambl.Fr.51, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, das Knurren, Kullern im Bauche, Diosc.; Luc. Lexiph. 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme, bruit des intestins.
Étymologie: DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. κορκορυγμός.

Russian (Dvoretsky)

βορβορυγμός:урчание в животе Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορβορυγμός -οῦ, ὁ βορβορύζω gerommel (in de buik). Hp.

Greek Monolingual

ο (Α βορβορυγμός) βορβορύζω
γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο.