βορβορυγμός
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
ὁ, intestinal rumbling, Hp.Prog.11; belching, Suid.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 gorgoteo, medic. borborigmo Hp.Prog.11, Epid.4.56, Coac.275, Gal.17(2).31, Luc.Lex.20, Cael.Aur.CP 3.20.194.
2 eructo πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν β. Iambl.Fr.51, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, das Knurren, Kullern im Bauche, Diosc.; Luc. Lexiph. 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
borborygme, bruit des intestins.
Étymologie: DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. κορκορυγμός.
Russian (Dvoretsky)
βορβορυγμός: ὁ урчание в животе Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βορβορυγμός -οῦ, ὁ βορβορύζω gerommel (in de buik). Hp.
Greek Monolingual
ο (Α βορβορυγμός) βορβορύζω
γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο.