ἀνεχέγγυος

Revision as of 13:50, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνεχέγγυον, unwarranted, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι because they had no sure confidence in themselves, Th.4.55.

Spanish (DGE)

-ον
inseguro, indeciso, que no tiene confianza en sí mismo διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, ἀνεχέγγυος· ἄπιστος Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait où se fier, irrésolu.
Étymologie: , ἐχέγγυος.

German (Pape)

unverbürgt, Thuc. 4.55 διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, weil sie kein festes Vertrauen zu sich hatten.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεχέγγυος: досл. не гарантированный, не обеспеченный залогом, перен. ненадежный: ἡ γνώμη ἀ. Thuc. неуверенность в своих силах, нерешительность.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεχέγγυος: -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, ἐπειδὴ δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνεχέγγυος)
αυτός που δεν παρέχει εχέγγυα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.

Greek Monotonic

ἀνεχέγγυος: -ον, αυτός που δεν παρέχει εγγύηση, ασφάλεια ή εμπιστοσύνη, σε Θουκ.

Middle Liddell

not giving surety or confidence, Thuc.

Lexicon Thucydideum

diffidens sibi ipsi, distrusting oneself, 4.55.4.