ἱεροκαυτέω

Revision as of 08:28, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

sacrifice as a burnt-offering, Phryn.PSp.88 B.:—Pass., to be burnt as a sacrifice, D.S.20.65.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροκαυτέω: сжигать как жертву (ἱεροκαυτούμενοι ἄνδρες Diod.).

German (Pape)

als ein Opfer verbrennen; DS. 20.65; B.A. 51.

Greek Monolingual

ἱεροκαυτῶ, ἱεροκαυτέω (Α)
1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα
2. παθ. ἱεροκαυτοῦμαι, -έομαι
καίγομαι ως θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -καυτώ (< -καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνοκαυτώ, ολοκαυτώ].

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροκαυτέω: προσφέρω ὡς ὁλοκαύτωμα, Α. Β. 51, 18. ― Παθ., καίομαι ὡς θῦμα, Διόδ. 20. 65.