παράγω

Revision as of 19:29, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

English (LSJ)

fut.

   A παράξω Phld.Rh.1.19 S.: pf. παραγέωχα PTeb.5.198 (ii B. C.), παραγείοχα Stud.Pal.22.3 (ii A. D.):—lead by or past a place, c. acc. loci, Hdt.4.158, cf. 9.47; πάραγε πτέρυγας fly past, E.Ion166 (lyr.); π. θριάμβους App.Mith.117, cf. BC2.101; of a person, ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Plu.Caes.55.    2 in Tactics, march the men up from the side, bring them from column into line, π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους . . εἰς μέτωπον X.HG7.5.22, cf. Cyr.2.3.21, An.4.6.6; τὰς [τάξεις] εἰς τὰ πλάγια ib.3.4.14; ἔξωθεν τῶν κεράτων ib.3.4.21.    3 bring round or forward, ἀγκῶνα παρὰ τὸ στῆθος Hp.Art.2, cf. 74; twist round or out of place, Alex.Aphr.in Sens.16.19.    4 π. ὑπόχυμα couch a cataract, Gal.Thras.23.    5 divert, ὑδραγωγόν POxy.971 (i/ii A. D.).    II lead aside from the way, mislead, ἔννυχοι πάραγον κοῖται Pi.P.11.25; σοφία παράγοισα μύθοις Id.N.7.23; π. τινὰεἰς ἀρκύστατα A.Pers.99 codd. (lyr.); π. ψεύδεσι Pl.R.383a; φενακίζειν καὶ π. D.22.34, cf. PMagd.12.7 (iii B. C.), PCair.Zen.289.20 (iii B. C.):—Pass., φόβῳ παρηγόμην S.OT974; λόγοις παράγεσθαι Th.1.91; ἀπάτῃ π. ὑπό τινων ib.34; νέοις παραχθείς E.Supp.232.    2 divert from one's course, influence, Μοίρας Hdt.1.91: c. acc. pers. et gen. rei, divert from, [τινὰ] τοῦ τῆς ῥητορικῆς τέλους Phld.l.c.; induce, lead to or into a thing, ἔς τι E.IT478: mostly in bad sense, π. ἐς ἀμπλακίην, ἐς ἀναιδείην, Thgn.404, Archil.78:—Pass., to be influenced, persuaded, οἷοι θυσίαις τε καὶ εὐχωλαῖς παράγεσθαι Pl.R.365e, cf. Lg. 885b, Th.2.64; λόγῳ παραχθέντες X.Mem.4.8.5: c. inf., παρηγμένος μισθοῖς εἰργάσθαι τι S.Ant.294.    3 of things, lead aside: hence, wrest, π. τοὺς νόμους ἐπί τι pervert the laws to this end, Pl.R.550d, cf. Is.11.36; οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Lycurg.92; π. τὴν ἀλήθειαν Philostr.Ep.35:—Pass., τὰ γράμματα παρῆκται, from age, Paus.6.19.5.    4 avert, πειθοῖ καὶ λόγῳ τὴν ἀνάγκην Plu.Phoc.2.    5 change slightly, of letters in the derivation of words, Pl.Cra.398c, 398d, 400c, Plu.2.354c: freq. in Gramm. in Pass., to be derived, ἀπό . . Demetr.Lac.Herc.1014.58, D.T.641.4, A.D.Pron.34.25; ἐκ . . Id.Synt.111.2; παρά c. acc., Id.Adv.146.10: c. gen., τὸ μελιτηρὸν τοῦ τηρεῖν [παραχθέν] Id.Pron.30.17: generally, to be formed, διὰ τοῦ θεν Id.Adv.184.12; τὴν κτητικὴν διὰ τῆς οι π. Id.Pron.109.6; to be inflected, ἀντωνυμίαι ὡς ὀνόματα εἰς τὰ γένη καὶ τὰς πτώσεις π. ib.111.2, cf. Synt.110.8; ὁ ἀνδριὰς οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος is called by a modification, Arist.Metaph.1033a17.    III bring and set beside others, bring forward, introduce, ἐς μέσον Hdt.3.129; εἰς τὸ μέσον Pl. Lg.713b; εἰς ὑμᾶς Antipho 4.1.5; π. εἰς τὸν δῆμον bring before the people, Lys.13.32, cf. Th.5.45; εἰς τὸ δικαστήριον before the court, D.26.17; παραχθῆναι τὴν γραφήν Antipho 2.3.6; also, bring forward as a witness, etc., τὸν ἥκοντα παρήγαγον D.18.170:—Med., μάρτυρα παραγόμενος Pl.Lg.836c.    b introduce on the stage, bring in, Ath. 3.117d, 6.230b, al., D.L.2.28, prob. in Anon. de Com.(CGF p.7); οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Arist.EE1230b19: hence, represent, portray, τοξότας αὐτοὺς παρήγαγον Corn.ND32, cf. 14 (Pass.).    c produce, deliver, ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν PTeb.5.198 (ii B. C.), cf. 92.8 (ii B. C., Pass.).    2 bring in, with a notion of secrecy, ἄνδρας π. ἔσω Hdt.5.20:—Pass., come in stealthily, slip in, π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας S.El.1391 (lyr.); of things, τὸ ὕδωρ ὀρύγμασι καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Plu.Cam.4.    IV carry on, protract, τὴν πρᾶξιν D.S.18.65; π. τὸν χρόνον pass it, Plu.Agis13, etc.; v. infr. B. III.    V direct, guide, κῆτος παραγόμενον εὐπειθῶς Id.2.981a.    VI produce, create, Plot.6.8.20, etc.; τὸ παράγον, opp. τὸ παραγόμενον, Procl.Inst.7, cf. Dam.Pr.32, etc.:—Pass., ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα παράγεται Iamb.Myst.3.22, cf. Gp.9.1.1.    VII draw along, ἄνωθεν κάτω τὰς χεῖρας (in massage), Herod.Med. ap. Orib.6.20.8.    B intr., pass by, pass on one's way, X.Cyr.5.4.44, Euphro 10.15, Plb.5.18.4, etc.; τοῖς παράγουσιν χαίρειν IPE2.378 (Phanagoria): also c. acc., pass by, μνήματα Lyr.Alex.Adesp.37.25; κώμην PTeb.17.4 (ii B. C.).    2 pass away, LXX Ps.143(144).4, 1 Ep.Cor.7.31:—in Pass., 1 Ep.Jo.2.8,17.    II pass along the coast, Plb.4.44.3; simply, go, εἴσω πάραγε Men.Epit.188, cf. 194, Sam.80, Pk.275.    III delay (v. supr. A. IV), παρῆγον ἐφ' ἱκανὸν χρόνον D.S.11.3; ἐξέκρουε καὶ π. Plu.Rom.23.

German (Pape)

[Seite 475] (s. ἄγω), daneben, zur Seite führen, vorbeilenken; χῶρον, um eine Gegend herumführen, Her. 4, 158, l. d.; anders lenken, verändern, μοίρας, 1, 91; νόμους ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 550 d; – vorbeimarschiren lassen, εἰς τὰ πλάγια παραγαγών, rechts und links aufmarschiren lassen, Xen. An. 3, 4, 14. 21. 4, 3, 26 Cyr. 2, 3, 31; bes. falsch leiten, verlocken, verführen, βροτὸν εἰς ἀρκύστατα, Aesch. Pers. 98; τούτους ἐξεπίσταμαι καλῶς παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; τῷ φόβῳ παρηγόμην, O. R. 974, Schol. ἠπατώμην; vgl. Pind. P. 11, 25; σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις, N. 7, 23; νόον εἰς ἀναιδίην, Archil. 1; von Rednern sagt Plat. Phaedr. 252 d ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληθὲς προσπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας; vgl. Dem. Lpt. 132 u. Wolf dazu; ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ λόγου παραγαγεῖν, Lycurg. 32; Thuc. 2, 38; μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε, laßt euch nicht verleiten, 2, 64; ψεύδεσι, Plat. Rep. II, 383 b; Dem. 20, 98 u. öfter, u. Sp.; τοὺς νόμους παράγων, verdrehend, Isae. 11, 26; – wegführen, Soph. El. 844; in παράγειν ἔσω, Her. 5, 20, liegt das Heimliche. – Einführen, παράγεται εἴσω στέγας, Soph. El. 1383; εἰς τὸ μέσον, Plat. Legg. IV, 713 b; vgl. Her. 3, 129; Thuc. 5, 45; εἰς τὸν δῆμον, Lys. 13, 32; Dem. 18, 170; τὸν Χαίρωνα παρήγαγεν εἰς κρίσιν, Pol. 25, 8, 7; πρός τινα, 8, 20, 9; τοὺς ἀνθρώπους εἰς βίον παράγειν, Luc. Caucas. 11; Sp. Bes. auch von den Komikern, in einem Stück auftreten lassen, einführen, Ath. III, 117 d VI, 230 b u. öfter; τὸ ὕδωρ ὀρύγμασιν εἰς τὸ πεδίον, hinleiten, ableiten, Plut. Camill. 4; bei den Gramm. auch ableiten, ein Wort von einem andern; mit der Nebenbdtg des Falschen, Ἀμοῦν, ὃ ἡμεῖς παράγοντες Ἄμμωνα λέγομεν, Plut. de Is. et Os. 9; vgl. Plat. Crat. 398 d 400 c; – θρίαμβον, einen Triumphzug halten, App. B. C. 2, 101; – τὸν χρόνον, die Zeit hinbringen, hinziehen, Plut. Fab. Max. 5 u. öfter; τὴν πρᾶξιν, D. Sic. 18, 65, verschieben, wie Plut. Rom. 23; ähnlich παραγαγὼν ἄχρι τοῦ τόκου τὴν ἄνθρωπον, Lyc. 3. – Intrans., bes. vorbeimarschiren, Pol. 5, 18, 4 u. öfter; vgl. die oben aus Xen. angeführte Stelle; vorübergehen, N. T. u. a. Sp.