ον, (κονίω)
A without dust, combat or struggle, Q.S.4.319. II f.l. for ἀκώνητος, Dsc.1.7; for κωνικός, Arist.GA739b12.
ἀκόνῑτος: -ον, (κονίω) ἄνευ κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = ἀκώνιστος, Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.