διάνοια
English (LSJ)
ἡ, Aeol. διανοιΐα Alc.Supp.1a.1 (nisi leg. δι' ἀνοιΐα[ν]), poet. also διανοίᾱ acc. to Eust.1679.29:—
A thought, i.e. intention, purpose, Hdt.1.46,90, And.4.35, etc.; τῇ διανοίᾳ in the spirit of his action, D.21.219; ὤλοντ' ἀσεβεῖ διανοίᾳ A.Th.831 (lyr.); μαινόλις δ. Id.Supp.109 (lyr.); εὔφρονος ἐκ δ. Id.Ag.797 (lyr.), cf. Eu.1013 (anap.); τοῦ ὑπαπιέναι τὴν διάνοιαν ἔχειν Th.5.9; ἐπί τινι Isoc.5.14; πρός τινι Anaxipp.1.37; ἐπ' ἄλλο τι . . τρέψαι τινὸς τὴν δ. Pl. Euthd.275b; ἐξ ὅλης τῆς δ. with all one's heart, Arr.Epict.2.2.13; ἐχθροὺς τῇ δ. Ep.Col.1.21. 2 thought, notion, Hdt.2.169, Pl. Phd.63d, Arist.Metaph.986b10; ἀπὸ τῆς αὐτῆς δ. D.18.210. II process of thinking, thought, ὁ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτὴν διάλογος . . ἐπωνομάσθη δ. Pl.Sph.263d; πᾶσα δ. ἢ πρακτικὴ ἢ ποιητικὴ ἢ θεωρητική Arist.Metaph.1025b25; ταχίστη ἡ διανοίας κίνησις Id.LI968a25; esp. discursive thought, opp. νόησις, Procl.Inst.123. III thinking faculty, intelligence, understanding, ὡς μεταξύ τι δόξης τε καὶ νοῦ τὴν δ. οὖσαν Pl.R.511d, al.; opp. σῶμα, Id.Lg.916a, cf. R.395b; ἔστιν ὥσπερ τοῦ σώματος καὶ τῆς δ. γῆρας Arist.Pol.1270b40; ἐπιτάττοντος τοῦ νοῦ καὶ λεγούσης τῆς δ. φεύγειν τι ἢ διώκειν Id.de An.433a2; ἔκστασις διανοίας LXXDe.28.28. IV thought expressed, meaning of a word or passage, Pl.Ly.205b, Phdr.228d; τὰς τῶν ὀνομάτων δ. Id.Cra.418a; τὴν αὐτὴν ἔχει δ. Arist.de An.404a17; ἡ φυσικὴ δ. τοῦ νόμου Aristeas171; so δ., opp. ῥητόν, spirit, opp. letter, Hermog.Stat.2. V intellectual capacity revealed in speech or action by the characters in drama, Arist.Po.1450a6, b11, 1456a34, Rh.1404a19, al. (Rare in Poetry.)
Greek (Liddell-Scott)
διάνοιᾰ: ἡ, ποιητ., καὶ διανοίᾱ Εὐστ. 1679. 29 (πρβλ. ἄνοια, ἀγνοια)· σκέψις, λογισμός, σκοπός, Ἡρόδ. 1. 46, 90, Ἀνδοκ. 33, 36, Πλάτ., κτλ.· ὤλοντ᾿ ἀσεβεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Θήβ. 831, πρβλ. Ἱκέτ. 107· εὔφρονος ἐκ δ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 797, πρβλ. Εὐμ. 1013· διάνοιαν ἔχειν = διανοεῖσθαι, μετ᾿ ἀπαρ., Θουκ. 5. 9· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 85Β· πρός τινι Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 37· ἐπ᾿ ἄλλο τι... τρέψαι τινὸς τὴν δ. Πλάτ. Εὐθυδ. 275Β. 2) σκέψις, ἔννοια, γνώμη, Λατ. cogitatum, Ἡρόδ. 2. 169, Πλάτ. Πρωτ. 324Β, Φαίδωνι 63C, κτλ.· ἀπὸ τῆς αὐτῆς δ. Δημ. 298. 1. ΙΙ. τὸ διανοεῖσθαι, σκέψις, Λατ. cogitatio, ὁ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὐτὴν διάλογος... ἐπωνομάσθη δ. Πλάτ. Σοφ. 263D· συχνὸν παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ΙΙΙ. διανόησις, νοῦς μεταξύ τι δόξης καὶ νοῦ Πλάτ. Πτολ. 511D, κ. ἀλλ.· ἀλλ᾿ ἐμπεριέχει ἡ λέξις καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς ἐνεργείας κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ νοῦς (ἴδε Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 10 κἑξ.), Πλάτ. Πολ. 395Β, Νόμ. 916Α· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ.· οὕτω, μαινόλις δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109. IV. ὁ νοῦς, ἡ ἔννοια, ἡ σημασία λέξεώς τινος ἢ χωρίου, Πλάτ. Λύσ. 205Α, Φαίδρ. 228D· τὰς τῶν ὀνομάτων δ. ὁ αὐτ. Κρατ. 418Α· τήν αὐτήν ἔχει δ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 4, κτλ.· τῇ διανοίᾳ Δημ. 584, 22· οὕτως ἐν Ἀριστ. Ποιητ. 6, ἓν τῶν ἓξ μερῶν τῆς τραγωδίας, διάνοια δὲ ἐν ὅσοις λέγοντες ἀποδεικνύασί τι ἢ καὶ ἀποφαίονται γνώμην. - Λέξις πεζή.