ον,
A of ill soil, unfruitful, γῆ Hom.Epigr.7; χθών AP7.401 (Crin.).
[Seite 677] schlechtschollig, unfruchtbar; H. ep. 7; χθών Crinag. 37 (VII, 401).
δύσβωλος: -ον, κακὸν χῶμα ἔχων, ἄκαρπος, ἄγονος, χθὼν Ἐπ. Ὁμ. 7, Ἀνθ. Π. 7. 401.