λαπαρός
English (LSJ)
ά, όν,
A slack, loose, τὸ λ. τῆς πλευρῆς, = λαπάρα, Hp.Art. 50; of the bowels, Id.Prog.11; λαπαρὸς εἰλεός, Id.Epid.2.6.26, Orib. 8.28.5; λ. γίνεσθαι have the bowels opened, Arist.Pr.935b28; ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ Id.HA604b16 (nisi leg. λαπάρας ἀνέλκει); of a dislocated joint, ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον Hp.Mochl.24; hollow, of a cushion, μέσον κατὰ μῆκος ποιήσαντα λαπαρόν Id.Fract.16; πλευρέων ὀδύναι λαπαραί, perh. slight, Id.Epid.6.3.18 (so perh. λ. εἰλεός above). Adv. -ρῶς, ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς, i.e. without swelling, ib. 3.1.β (opp. μετ' ὄγκου acc. to Gal.ad loc.). II lewd, lecherous, Hsch.
German (Pape)
[Seite 16] = λαγαρός, schmächtig, eingefallen, dünn u. mager, bes. bei den Medic. weichen, offenen Leib habend; κοιλίη u. ä., Hippocr. Auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰπᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ λαγαρός, χαλαρός, τὸ λ. τῆς πλευρῆς = λαπάρα, Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, γίνομαι εὐκοίλιος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 (ἔνθα ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) μαλακός, προσκεφάλαιον 763C. Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. λαπάσσω).