λαπαρός
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ά, όν,
A slack, loose, τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς = λαπάρα, Hp.Art. 50; of the bowels, Id.Prog.11; λαπαρὸς εἰλεός, Id.Epid.2.6.26, Orib. 8.28.5; λαπαρὸς γίνεσθαι = have the bowels opened, Arist.Pr.935b28; ἵππος λαπαρὸς ὢν ἀλγεῖ Id.HA604b16 (nisi leg. λαπάρας ἀνέλκει); of a dislocated joint, ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον Hp.Mochl.24; hollow, of a cushion, μέσον κατὰ μῆκος ποιήσαντα λαπαρόν Id.Fract.16; πλευρέων ὀδύναι λαπαραί, perhaps slight, Id.Epid.6.3.18 (so perhaps λαπαρὸς εἰλεός above). Adv. λαπαρῶς, ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς, i.e. without swelling, ib. 3.1.β (opp. μετ' ὄγκου acc. to Gal.ad loc.).
II lewd, lecherous, Hsch.
German (Pape)
[Seite 16] = λαγαρός, schmächtig, eingefallen, dünn u. mager, bes. bei den Medic. weichen, offenen Leib habend; κοιλίη u. ä., Hippocr. Auch adv.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
flasque.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Russian (Dvoretsky)
λᾰπᾰρός: (тж. λ. περὶ τὴν κοιλίαν Arst.) с расслабленным кишечником, страдающий расстройством желудка (ἵππος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰπᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ λαγαρός, χαλαρός, τὸ λ. τῆς πλευρῆς = λαπάρα, Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, γίνομαι εὐκοίλιος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 (ἔνθα ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) μαλακός, προσκεφάλαιον 763C. Ἐπίρρ. λαπαρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. λαπάσσω).
Greek Monolingual
λαπαρός, -ά, -όν (Α)
1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ
β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.)
2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό
3. (για πόνο)
ελαφρός, μαλακός
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».
επίρρ...
λαπαρῶς (Α)
με χαλαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < θ. λαπ- που μαρτυρείται σε γλώσσα του Ησυχίου (ἔλαψα
διέφθειρα) + κατάλ. -αρός, που εμφανίζεται σε συγγενείς σημασιολογικά λέξεις (πρβλ. λαγαρός, πλαδαρός, χαλαρός). Ο τ., τέλος, συνδέεται με τα λαπάσσω, λαπάρα, λάπαθα].
Greek Monotonic
λᾰπᾰρός: -ά, -όν, χαλαρός, σε Αριστ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: weak, slack, hollow (Hp., Arist.).
Derivatives: λαπαρότης weakness (Hp.); λαπάρη f. the weak flanks, pl. the flank(s) (Il.). - Beside it λαπἁσσω, -ττω, (-ζω Ath., H.), aor. λαπάξαι, fut. λαπάξω weaken, make hollow, sunken, void (Hp.), also destroy (A.); from there λάπαξις evacuation (Arist., medic.), λαπαγμῶν ἐκκενώσεων H., λαπακτικός evacuating (medic.). - On λάπαθον pitfall s. v. With λαπαρός cf. λαγαρός, χαλαρός, πλα-δαρός etc. with the same suffix and the same meaning (Chantraine Form. 227); a basic primary verb may have been retained in ἔλαψα διέφθειρα. Κύπριοι H. Lengthened from there (after μαλάττω? cf. λαπάττων μαλάττων, λαγαρὸν ποιῶν H.) λαπάσσω, λαπάττω; the usual meaning evacuate arose in the language of the medics from weaken, make hollow, sunken, referred to the stomach and the bowels. In the sense of destroy λαπάξειν, -ξαι agree with ἀλαπάζω, of which the relation to λαπάσσω, -ζω has not been explained; perhaps a cross with another word (Ruijgh L'élém. achéen 74f.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Outside cognates fail; cf. W.-Hofmann s. lepidus (cf. on λέπω, λεπτός); Alb. laps tired? (Jokl WienAkSb. 168: 1, 48; rejected in WP. 1, 92, Pok. 33).
Middle Liddell
λᾰπᾰρός, ή, όν
slack, loose, Arist.
Frisk Etymology German
λαπαρός: {laparós}
Meaning: weich, schlaff, eingefallen (Hp., Arist. u. a.)
Derivative: mit λαπαρότης Weichheit (Hp.); λαπάρη f. die weiche Flanke, pl. die Weichen (ion. seit Il.). — Daneben λαπἁσσω, -ττω, (-ζω Ath., H.), Aor. λαπάξαι, Fut. λαπάξω erweichen, einfallen machen, ausleeren (Hp. u. a.), auch verwüsten, zerstören (A.); davon λάπαξις Ausleerung (Arist., Mediz.), λαπαγμῶν· ἐκκενώσεων H., λαπακτικός ausleerend (Mediz.). —Zu λάπαθον Fallgrube s. bes.
Etymology: Zu λαπαρός vgl. die bzgl. des Suffixes und des Stammvokals gleichgebildeten und sinnverwandten λαγαρός, χαλαρός, πλαδαρός u. a. m. (Chantraine Form. 227); ein zugrundeliegendes primäres Verb kann in ἔλαψα· διέφθειρα. Κύπριοι H. erhalten sein. Daraus erweitert (nach μαλάττω? vgl. λαπάττων· μαλάττων, λαγαρὸν ποιῶν H.) λαπάσσω, -ττω; die gewöhnliche Bed. ausleeren entstand in der Sprache der Mediziner aus erweichen, einfallen machen, auf den Magen und das Ge- därm bezogen. Im Sinn von verwüsten stimmen λαπάξειν, -ξαι zu ἀλαπάζω, dessen Verhältnis zu λαπάσσω, -ζω nicht aufgeklärt ist; vielleicht liegt Kreuzung mit einem anderen Wort vor (Ruijgh L’élém. achéen 74f.; Laryngalhypothese bei Austin Lang. 17, 91). — Sichere auswärtige Verwandte fehlen; vgl. W.-Hofmann s. lepidus (vgl. zu λέπω, λεπτός); alb. laps müde, überdrüssig sein? (Jokl WienAkSb. 168: 1, 48; ablehnend WP. 1, 92, Pok. 33).
Page 2,84-85