λαπάσσω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰπάσσω Medium diacritics: λαπάσσω Low diacritics: λαπάσσω Capitals: ΛΑΠΑΣΣΩ
Transliteration A: lapássō Transliteration B: lapassō Transliteration C: lapasso Beta Code: lapa/ssw

English (LSJ)

Att. λαπάττω,
A empty, διάρροιαι… τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι Hp.Prog.8; οὐκ ἐλάπαξεν οὐδέν had no evacuations, Id.Epid.4.31; τὰ παρ' οὖς λαπάσσει = causes the tumours by the ear to discharge, Id.Coac. 201, Prorrh.1.167:—Pass., especially in aor. ἐλαπάχθην, of the bowels, to be emptied, Id.VM11, Acut.(Sp.) 42, Arist.Pr.935b30: abs., ἐλαπάσσετο = internal relief took place, Hp.Epid.6.2.19: pf.inf. λελαπάχθαι Ath.8.363a.
2 soften, ὅκως… τὰ σκληρυνόμενα λαπαχθῇ Hp.Ulc. 10.
II sack a town (cf. ἀλαπάζω), λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ A. Th.47,531, dub. in Id.Ag.130.

German (Pape)

[Seite 16] att. λαπάττω, = λαπάζω, λαπαχθῇ, Hippocr.; λαπάττονται = λαπαροὶ γίγνονται, Arist. probl. 23, 39.

French (Bailly abrégé)

f. λαπάξω, ao. ἐλάπαξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλαπάχθην, pf. λελάπαγμαι;
1 vider;
2 piller, saccager (une ville).
Étymologie: λάπτω.

Russian (Dvoretsky)

λᾰπάσσω: атт. λᾰπάττω
1 физиол. опорожнять, pass. страдать поносом Arst.;
2 опустошать, разорять (ἄστυ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰπάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, κενῶ, ἀδειάζω, διάρροια... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι Ἱππ. Προγν. 39· οὐκ ἐλάπαξεν οὐδέν, δὲν εἶχε κένωσίν τινα, ὁ αὐτ. 1133F· τὰ παρ’ οὗς λαπάσει, κάμνει ὥστε τὰ παρὰ τὸ οὖς οἰδήματα νὰ ἐκβάλλωσιν ὕλην, ὁ αὐτ. 151Α, πρβλ. 82Ε. - Παθ., μάλιστα ἐν τῷ ἀορ. ἐλαπάχθην, ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, κενοῦμαι, ὁ αὐτ. 12. 21., 403. 49. πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἀπολ., ἐλαπάσσετο, ἐγίνετο κένωσις, Ἱππ. 1170D: πρκμ. ἀπαρ. λελαπάχθαι Ἀθήν. 363Α. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν αὐτοῦ πρὸς τὴν √ΛΑΠ, λάπτω· πρβλ. λάπαγμα, -μός, λάπαξις, λαπακτός, ἀλαπάζω, ἀλαπαδνός, καὶ ἴσως λαπαρός). - Παρ’ Ἡσυχ. «λαπῆναι· λεπισθῆναι».

Greek Monolingual

λαπάσσω (AM, Α και λαπάττω)
αδειάζω, κενώνω (α. «διάρροιαι... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι», Ιπποκρ.
β. «τὰ παρ' οὖς λαπάσσει», Ιπποκρ.)
μσν.
(μτχ. παθ. παρακμ.) λαπαγμένος, -η, -ον
α) κενός
β) εξαντλημένος, κουρασμένος
αρχ.
1. μαλακώνω, καταπραΰνω
2. μτφ. λεηλατώλαπάζειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. συνδέεται με τους λαπαρός, λαπάρα, λάπαθον και ἀλαπάζω. Το ενεστωτικό επίθημα -άττω πιθ. να είναι αναλογικό με άλλους τ. σε -άττω της ιατρικής ορολογίας (πρβλ. μαλάττω, φαρμάττω)].