ἐπιχωρέω
English (LSJ)
A yield, give way, τοῖς ἀπιστοῦσι S.Ant.219, cf. Plb.4.17.8 ; ἐ. τινὶ πρός τι, of things, permit one to do.., Plu.Dem.2 ; ἐ. τῷ ἐπιγράμματι to be in accordance with.., Arist.Mir.844a1 ; ἐπί τινος ἐπιχωρεῖ πᾶς καιρός any time will suit, Ruf. ap. Orib.8.24.59. 2 ἐ. τινί τι surrender, concede, τινὶ ἀρούρας PStrassb.114.1, cf. Arr.An.1.27.5, Plu.2.422a : c.inf., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι IG22.1012.24 : abs., give one's consent, SIG546B3 (iii B.C.), BCH6.26(Delos, ii B.C.). 3 forgive, [ἁμαρτήματα] Plu.Alex.45, cf. 2.482a. II come towards, join one as an ally, Th.4.107 ; πρός τινα X.HG2.4.34. 2 to go against, attack, Id.An.1.2.17. 3 follow after, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αὐτὸς ἐπιχωρεῖ Paus.9.39.11. 4 take possession of an in heritance, Leg.Gort.11.6.
German (Pape)
[Seite 1005] 1) hinzu-, hinangehen, kommen, πρός τινα, Xen. Hell. 2, 4, 34; feindlich angreifen, An. 1, 2, 17; beitreten, Thuc. 4, 107. – 2) Einem nachgeben, nachsehen, gestatten, τινί τι, Soph. Ant. 219; absolut, Pol. 4, 17, 8; ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ Plut. Alex. 45, öfter, wie Arr. An. 1, 27, 5; τινί τι πρός τι, Dem. 2. Vgl. συγχωρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχωρέω: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, τοῖς ἀπιστοῦσι Σοφ. Ἀντ. 219, πρβλ. Πολύβ. 4. 17, 8· ὡσαύτως, συμφωνῶ τινι, τούτῳ τῷ ἐπιγράμματι ἐπεχώρησε καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος Ἔρυθος καλούμενος Ἀριστ. π. Θαυμ. 133, 4. 2) ἐπ. τινί τι, παραχωρεῖν τι εἴς τινα, Ἀρρ. Ἀν. 1. 27, 5, Πλούτ. 2. 422Α· μετ᾿ ἀπαρ., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 24. 3) συγχωρῶ, ἁμαρτήματα Πλουτ. Ἀλεξ. 45, πρβλ. 2. 482Α· πρβλ. συγχωρέω. ΙΙ. προσέρχομαι εἴς τινα, γίνομαι σύμμαχος, Λατ. accedere alicui, Θουκ. 4. 107· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34. 2) χωρῶ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι τὴν φάλαγγα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 17. 3) ἀκολουθῶ, ὑπάγω κατόπιν, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αυτὸς ἐπιχωρεῖ Παυσ. 9. 39, 11.