ἀναφλέγω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A light up, rekindle, E.Tr.320 (lyr.).    II inflame, ἐπιθυμίαν Ph.2.48; ἔρωτα Plu.Alc.17:—Pass., to be inflamed with anger, Pl.Ep.349a; ἐξ ὑποψίας Conon 23.1; to be inflamed, Ἔρωτος τραῦμα AP12.80 (Mel.); to be excited, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f; ὑπὸ λιμοῦ Ael.NA15.2; ἀ. τὴν ψυχήν Plu.Dio4; δίψος ἀναφλέγεται Id.Ant.47, etc.; διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγομένης Jul.Or.2.83c.

German (Pape)

[Seite 214] wieder anzünden, wieder aufregen, πυρὸς φῶς Eur. Troad. 320; Plat. Ep. II, 349 a, ἀνεφλέχθη, er entbrannte in Zorn; Plut. Pelop. 32, oft; ἔρωτα Plut. Alc. 17; πρὸς ἀρετὴν ἀναφλέγεται τὴν ψυχήν, sein Herz wird für Tugend entflammt, Dion. 4; τραῦμα Mel. 55 (XII, 80); ἀναφλεχθεὶς ὑπὸ λίμου Ael. H. A. 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφλέγω: ἀνάπτω, ἀνάπτω πάλιν, ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς ἀναφλέγω πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320.

ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, ἀνάπτω, κάμνω τι νὰ ἀνάψῃ, «δίνω φωτιά», ὁ δὲ παντάπασι τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - συχν. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, ἀνάπτω ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ πράττω τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· δίψος ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.