στιχοπλόκος

Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, (πλέκω)

   A versifier, condemned by Thom.Mag.p.189 R.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχοπλόκος: ὁ, (πλέκω) ὁ πλέκων στίχους, στιχογράφος στιχουργός· λέξις κακόζηλος κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων ἐργάτης· - στιχοπλοκέω, συντίθημι στίχους, Βυζ.