ή, όν, (κάμπτω)
A crooked, bent, Hsch.
[Seite 1319] gekrümmt, gebogen, = γαμψός, Hesych.
καμψός: -ή, -όν, (κάμπτω) «καμπύλος» Ἡσύχ., πρβλ. γαμψός.