καμψός
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
καμψή, καμψόν, (κάμπτω) crooked, bent, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1319] gekrümmt, gebogen, = γαμψός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμψός: -ή, -όν, (κάμπτω) «καμπύλος» Ἡσύχ., πρβλ. γαμψός.
Greek Monolingual
καμψός, -ή, -όν (Α)
γαμψός, γυριστός, καμπύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ' αναλογία προς το γαμψός.