Σκύθης

Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

ου, ὁ: voc.

   A Σκύθᾰ Thgn.829, Ar.Th.1112, etc.:—Scythian, first in Hes. Fr.55: prov., Σκυθῶν ἐρημία, of a desert, Ar.Ach.704: metaph., rude, rough person, ἐν λόγοις Σ. Plu.2.847f, cf. Men.533.13.    2 Adj. Scythian, Σ. ἐς οἷμον A.Pr.2; Σ. ὅμιλος ib.417 (lyr.); σίδηρος Id.Th. 818 (cf. Χάλυψ) ; κύανος Thphr.Lap.55.    II at Athens, one of the city police, which was mainly composed of Scythian slaves, Ar.Th. 1018,1026, Lys.451; cf. τοξότης 111.    2 = ἱπποτοξότης, Ael. Tact.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - κάτοικος τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον «Ἀφρικανὴ ἐρημία», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., ἄνθρωπος ἄξεστος καὶ τραχύς, ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, Σκυθικός, Σκ. ὅμιλος Αἰσχύλ. Πρ. 417· σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· κύανος Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς ὑπηρέτηςκλητήρ· διότι οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. τοξότης ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.