α, ον,= θοῦρος,
A violent, lustful, Hsch.:—fem. θουράς, άδος, Nic.Th.131, Lyc.612.
[Seite 1215] = θούριος, Hesych.
θουραῖος: -α, -ον, = θοῦρος, βίαιος, θρασύς, ὁρμητικός, λάγνος, Λατ. salax, Ἡσύχ.· - θηλ. θουράς, άδος, Νικ. Θηρ. 131, Λυκόφρ. 612.