αἴ

Revision as of 10:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

or αἶ (authorities vary, cf. Hdn.Gr.1.496, Tz.adLyc.31), interj. of astonishment or grief:—

   A αἲ τάλαν Ar.Pl.706, cf. Min. Oxy.413.73: c. acc., αἲ τὸν Ἄδωνιν Bion 1.32; freq. doubled αἰαῖ (Hdn.Gr.2.933), Thgn.1341, B.5.153, A. Th.787, Alciphr.Fr.4: c.gen., αἰαῖ τόλμας E. Hipp.814 (lyr.), cf. A.Ch.1007, Alciphr.3.67, etc.: c. acc., αἰαῖ Ἄδωνιν Ar.Lys.393, cf. Bion 1.28; αἰαῖ πέτρον ἐκεῖνον AP7.554 (Phil.), cf. 9.424 (Duris Elait.). [αῐαῑ generally, sometimes αῑαῑ, as A. Th. l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

αἴ: ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ ἢ ἀγανακτήσεως, = ἆ ! Ἡρωδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 183. 20, Ἰωανν. Ἀλεξ. τονικὰ παραγγέλμ. 32, 25, ὅστις ἀναφέρει ὡς παράδειγμα τὸ αἲ τάλαν, ἐκ τοῦ Πλούτ. τοῦ Ἀριστοφ. 706. ΙΙ. αἶ (περισπώμενον) ἐπιφώνημα θλίψεως, = ἄχ ! Λατ. vae μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ δισυλλάβῳ αἰαῖ, (ὡς μανθάνομεν παρὰ τοῦ Ἡρωδιαν. Περὶ μον. λέξ. 27. 13.), οὐχὶ κατὰ διαίρεσιν αἶ αἶ ἢ αἴ αἴ (ὡς ἐν τοῖς χειρογρ.), ἀλλὰ καθ’ ἕνωσιν, ὡς ἀνωτέρω. Εἶναι συχν. παρὰ Τραγ. αἰαῖ τόλμας, Εὐρ. Ἱππ. 814· καὶ κατ’ ἐπανάληψιν, αἰαῖ αἰαῖ μελέων ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 1007, πρβλ. Πέρσ. 1039: συχνάκις δὲ τίθεται ἐν τῷ στίχῳ μετὰ χασμωδίας, οἷον, αἰαῖ ἱκνοῦμαι, Σοφ. Ἠλ. 136, πρβλ. Τρ. 969, μεταγεν. μετὰ αἰτ. αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν, Βίων 1. 28 κλπ.· αἰαῖ πέτρον ἐκεῖνον, Ἀνθ. Π. 7. 554, πρβλ. 9, 424: - ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1083 τὸ αἰαῖ τοῦ Λαμάχου ἐμπαικτικῶς ἐπαναλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Δικαιοπόλιδος.