ἐποικτίζω

Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A compassionate, c. acc., S.OT1296:—Med., bewail, lament, J.BJ1.27.3.

German (Pape)

[Seite 1007] zum Mitleid bewegen, Soph. O. R. 1296; – ἐποικτιστός, beklagenswerth, γέμος, Aesch. Ag. 1221.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικτίζω: οἰκτίρω, μετ᾿ αἰτιατ., θέαμα δ᾿ εἰσόψει τάχα τοιοῦτον οἷον καὶ στυγοῦντ᾿ ἐποικτίσαι Σοφ. Ο. Τ. 1296· «ἐποικτίσας· οἰκτείρας» Ἡσύχ. ― Μέσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 27, 3.