γέμος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέμος Medium diacritics: γέμος Low diacritics: γέμος Capitals: ΓΕΜΟΣ
Transliteration A: gémos Transliteration B: gemos Transliteration C: gemos Beta Code: ge/mos

English (LSJ)

-ους, τό, load, σπλάγχν', ἐποίκτιστον γέμος A.Ag.1221.

Spanish (DGE)

-εος, τό
carga, fardo σπλάγχν', ἐποίκτιστον γέμος entrañas, lamentable carga A.A.1221.

German (Pape)

[Seite 480] τό, = γόμος, Aesch. Ag. 1194, die den Leib füllenden Eingeweide.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. acc. sg.
charge, fardeau.
Étymologie: cf. γέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέμος -ους, τό γέμω last, belasting.

Russian (Dvoretsky)

γέμος: τό Aesch. = γόμος.

Greek (Liddell-Scott)

γέμος: τό, βάρος, φορτίον, σπλάγχν’, ἐποίκτιστον γέμος, ἐπειδὴ ἔφερον τὰ ἴδια αὐτῶν σπλάγχνα εἰς τὰς χεῖράς των, Αἰσχύλ Ἀγ. 1232.

Greek Monolingual

ο (Α γέμος, το) γέμω
το φορτίο
νεοελλ.
η γέμιση.

Greek Monotonic

γέμος: τό, φορτίο, βάρος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γέμω
a load, freight, Aesch.