γέμος
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
-ους, τό, load, σπλάγχν', ἐποίκτιστον γέμος A.Ag.1221.
Spanish (DGE)
-εος, τό
carga, fardo σπλάγχν', ἐποίκτιστον γέμος entrañas, lamentable carga A.A.1221.
German (Pape)
[Seite 480] τό, = γόμος, Aesch. Ag. 1194, die den Leib füllenden Eingeweide.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. acc. sg.
charge, fardeau.
Étymologie: cf. γέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέμος -ους, τό γέμω last, belasting.
Russian (Dvoretsky)
γέμος: τό Aesch. = γόμος.
Greek (Liddell-Scott)
γέμος: τό, βάρος, φορτίον, σπλάγχν’, ἐποίκτιστον γέμος, ἐπειδὴ ἔφερον τὰ ἴδια αὐτῶν σπλάγχνα εἰς τὰς χεῖράς των, Αἰσχύλ Ἀγ. 1232.
Greek Monolingual
ο (Α γέμος, το) γέμω
το φορτίο
νεοελλ.
η γέμιση.
Greek Monotonic
γέμος: τό, φορτίο, βάρος, σε Αισχύλ.