ἀμενηνὸς

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ἀμενηνὸς: [ᾰ], όν, ὡσαύτως ή, όν, Ὀπ. Ἁλ. 2. 58: ― Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ κατ’ ἐξοχὴν ἐπὶ τῶν φασμάτων ἢ τῶν σκιῶν τῶν νεκρῶν, ἐλαφρῶς κινούμενος, ἀφανιζόμενος ταχέως, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Ὀδ. Κ. 521, 536, Λ. 29, καὶ ἀλλ.: ὡσαύτως ἐπὶ ὀνείρων, Τ. 562: περί τινος τετραυματισμένου, ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι Ἰλ. Ε. 887: σπάνιον παρὰ Τραγ., ἀμ. ἀνὴρ, περὶ τοῦ Αἴαντος, ἐκλελυμένος, ἀσθενὴς ἐκ τῆς νόσου, Σοφ. Αἴ. 890· νεκύων ἀμ. ἄγαλμα Εὐρ. Τρῳ. 193 (λυρ.). 2) μεθ’ Ὅμηρον ἐπὶ θνητῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, παρερχόμενος, ἄστατος, ἀσθενής, φῦλ’ ἀμενηνὰ ἀνθρώπων Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 352· σκιοειδέα φῦλ’ ἀμ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 686. 3) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., Ἀριστ., κτλ.: ἀσθενής, ἀδύνατος, ἰσχνοῖσι καὶ ἀμενηνοῖσι Ἱππ. Προρρ. 109, ἀμ. φωνὴ Ἀριστ. Προβλ. 11. 6. 2· οἱ ἄκεντροι σφῆκες… ἀμενηνότεροι ὁ αὐτ. 9. 41, 12, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100C: ― οὕτως, ἀμ. κλῆμα, φύλλον Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 5, Ἱ. Φ. 3. 9, 1: ― τὸ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀσθενῶς, ἀδυνάτως, ἀμενηνὸν φθέγγεσθαι Ἀριστ. Προβλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁρᾶν Φιλόστρ. 889· ἀμενηνὰ φαείνειν Ἄρατ. 905. (πιθανῶς ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ μένος, ἄνευ μένους, ἰσχύος).