ἑτερόφωνος

Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A of different voice: hence, foreign, A. Th. 170(lyr.).    II discrepant, opp. σύμφωνος, Porph.Chr.15.

German (Pape)

[Seite 1051] von anderer, verschiedener Stimme, fremdredend, στρατός Aesch. Spt. 154.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφωνος: -ον, ἔχων διάφορον φωνήν, ἑτερόγλωσσος, ἐντεῦθεν, ξένος ἑτεροφώνῳ στρατῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 170, ἔνθαλέξις ἴσως εἶναι γλώσσημα· διότι τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξ. οἵαν ὁ Ἔρμαννος προτείνει: ἑτεροβάγμονι στρατῷ.