εὐσυνάλλακτος

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A easy to deal with, πρὸς ἀκρόασιν Plu.2.42f, cf. Ptol.Tetr.165, Vett.Val.116.32. Adv. -τως LXX Pr.25.10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσυνάλλακτος: -ον, εὐπροσήγορος, ὁμιλητικός, Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «ἕξις ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751.