φάσκωλος

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A leathern bag, wallet, scrip, Ar.Fr.319:—also φάσκωλον, τό, Lys.Fr.90 S., Is.Fr.171S.: a Dim. φασκώλιον, τό, Teles p.38 H., D.Chr.7.55, Ael.NA7.29, Gal.2.559, Agath.4.22 (Phot. and EM789.5 distinguish φασκώλιον bag from φάσκωλον purse).

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, ein lederner Beutel, Ränzel, Mantelsack, Ar. frg. 303 bei Ath. 6904; auch φάσκαλος geschrieben, Sp. S. das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

φάσκωλος: ὁ, σάκκος βύρσινος, μικρὰ πήρα, σακκίδιον, σακκοῦλα, βαλλάντιον, Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., ἴσως ἡμαρτημένως· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· βαλλάντιον δερμάτιον. φάσκωλος δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― Κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. πήρα τις οὕτως ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».