ἐφημερία

Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A division of the priests for the daily service of the temple, LXX 1 Ch. 23.6, Ne.23.30, Ev.Luc.1.5.    2 the service itself, LXX 1 Es.1.16.

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T

Greek (Liddell-Scott)

ἐφημερία: ἡ, τάξις ἢ σειρὰ ἱερέων οἵτινες ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα κατὰ περιόδους ἐξετέλουν τὴν ἱερατικὴν αὑτῶν ὑπηρεσίαν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 5, πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ), καλουμένη πατριὰ ὑπὸ Ἰωσήπου ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 14, 7· πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ, 4). - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐφημερία, ἡ πατριά, λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία». 2) ἱερατικὴ ὑπηρεσία ἐν ὡρισμένῃ σειρᾷ ἡμερῶν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 30 κτλ.). 3) ἡ καθ’ ἑκάστην τελουμένη λειτουργία ἱερέως ἢ ἱερομονάχου ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Βασίλ. ΙΙΙ. 645Α.