πικρότης

Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A pungency, of taste, bitterness, Hp.Acut.23, VM 19, Pl.Tht.159e, Ti.83b : in pl., ib.82e.    II metaph., bitterness, harshness, cruelty, τὴν [Ἀστυάγεος] π. Hdt.1.130 ; γλώσσῃ π. ἔνεστί τις E.El.1014 : pl., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Isoc.15.300.

German (Pape)

[Seite 615] ητος, ἡ, 1) Bitterkeit, Plat. Tim. 83 b Theaet. 159 e. – 2) übtr., Herbigkeit, Strenge des Charakters; Her. 1, 130; Eur. El. 1014; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πικρότης: -ητος, ἡ, δριμύτης, πικρία, πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., πικρία, τραχύτης, σκληρότης, ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321.