ὑφάπτω
English (LSJ)
Ion. ὑπάπτω,
A set on fire from underneath, ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν Hdt.1.176; ὑφῆψε δῶμ' ἀνηφαίστῳ πυρί E.Or.621, cf. 1618; ὑ. πυράν Th.2.52:—Pass., πόλις ὑφάπτεται πυρί E.Tr.1274; ἃς (sc. ἁμάξας) ἔδει ἐν καιρῷ ὑφαφθῆναι Aen.Tact.28.7; εὕρωμεν (i. e. -ομεν) τὰς θύρας . . ὑφημ<μ>ένας φωτί BGU1201.10 (i A. D.). 2 metaph., inflame unperceived, τοὺς θεωμένους X.Cyr.5.1.16. II light underneath, πῦρ, φλόγα, Luc.Phal.1.12, Aristaenet.2.4; ὁ νικέων ὑφαπτέτω τὰ ἱερά the winner (in the race) shall light the sacred lamps, SIG71.16 (Delph., ii B. C.): abs., light a fire under or in a place, Ar.Th.730. B Med., tie or bind under, ὑπὸ δειρὴν ἁψαμένη tying a rope round her neck, hanging herself, Alex.Aet.3.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφάπτω: Ἰων. ὑπάπτω, μέλλ. -ψω, ἀνάπτω, πυρπολῶ κάτωθεν, ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 1. 176· ὑφῆψε δῶμ’ ἀνηφαίστῳ πυρὶ Εὐρ. Ὀρ. 621, πρβλ. 1618· ὑφ. πυρὰν Θουκ. 2. 52· ― Παθητ., πόλις ὑφάπτεται πυρὶ Εὐρ. Τρῳ. 1274. 2) μεταφορ., ἀνεπαισθήτως καταφλέγω, ἐξάπτω, οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 1. 16. ΙΙ. ἀνάπτω κάτωθεν, πῦρ, φλόγα Λουκ. Φάλ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2. 4· ― ἀπολ., ἀνάπτω πῦρ ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 730. Β. Μέσ., δένω ὑποκάτω, ὑφάπτομαι δειρήν, δένω σχοινίον περὶ τὸν λαιμόν μου, ἀπάγχομαι, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14 (ἐν τμήσει).