ἀνεσταλμένως

Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω,

   A tucked up, gloss on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.