κατάχρησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A excessive use or consumption, PTeb.61 (b).305 (ii B.C.), Gal.19.679. II analogical application of a word (e.g. γόνυ καλάμου, ὀφθαλμὸς ἀμπέλου), Arist. ap. Cic.Orat.27.94, Demetr.Lac. Herc.1014.49, D.H.Comp.3 (pl.), Quint.8.6.34, Sch.D.T.p.459 H., etc.: pl., Suid. s.v. Γοργίας; ἐκ -χρήσεως Gal.6.136.
German (Pape)
[Seite 1392] ἡ, Mißbrauch, unrechter Gebrauch, Sp.; bes. Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχρησις: -εως, ἡ, πλήρης χρῆσις, ἡ τῶν ἄλλων φαρμάκων κ. Γαλην. 19. 679. ΙΙ. κακὴ χρῆσις λέξεως (ἀκυρολογία), Ἀριστ. παρὰ Κικ. Orat. 27, Rhett.˙ πρβλ. καταχράομαι ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὑποχρέωσις, χρέος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4342. 21 (?).