προσσαίρω
English (LSJ)
prop.
A grin or snarl at: metaph., ῥόδα προσσεσηρώς grinning roses, Pherecr.131.2; τὸ προσσεσηρός M.Ant.1.15, cf. Poll. 6.123; δέρτροισι -σεσηρότες, of shipwrecked sailors, Lyc.880.
German (Pape)
[Seite 780] angrinzen; bei Lycophr. 880 v. l. für προσαίρω; Pherecrat. bei Ath. XV, 685 a sagt μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς, Rosen, d. i. lieblich anlachend.
Greek (Liddell-Scott)
προσσαίρω: σαίρω πρός τινα ὡς ὁ κύων, Λυκόφρ. 880· ῥόδα προσσεσηρώς, ὡς τὸ κάρδαμον βλέπων, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2· τὸ προσσεσηρὸς Μᾶρκ. Ἀντων. 1. 15, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 123.