προσαίρω
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
A bring, πρόσαιρε τὸ κανοῦν, εἰ δὲ βούλει, πρόσφερε Pherecr. 137; bring to a person, administer, ἢν… ἀσθενέοντι προσαίρῃ τις ποτόν Hp.Acut.44:—so in Med., take, consume, eat or drink, Id.VM6, Acut. 47, Phylotim. ap. Ath.3.81b; π. οἶνον, σιτία, Gal.7.141, UP4.7: c. gen., Id.11.336.
2 raise to a higher level, τὴν ἠχὼ τῆς διαλέξεως Philostr. VS2.5.3.
II προσήραντο is prob. f.l. for συνήραντο, they took part, in D.C.43.17.
German (Pape)
[Seite 748] (s. αἴρω), etwas Aufgehobenes hinbringen, hintragen, πρόσαιρε τὸ κανοῦν, Pherecrat. bei B. A. 358; med. προσαράμενοι Ath. III, 81 b, zu sich nehmen, essen; τινὶ κατά τινος, beistehen, D. Cass. 43, 17. vorher grinzen, die Zähne bleken, προσεσηρότες Lycophr. 880, vorher zerrissen.
Greek (Liddell-Scott)
προσαίρω: (αἴρω) σηκώνω, πρόσαιρε τὸ κανοῦν, εἰ δὲ βούλει πρόσφερε Φερεκράτ. ἐν «Πετάλοις» 7˙ ― Μέσ., λαμβάνω τροφήν, ἐσθίω, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 10, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391˙ πλείους προσαράμενοι (ἀπίους) Φιλότιμος παρ’ Ἀθην. 81Β˙ ὡσαύτως, πρ. οἶνον Γαλην. 7. 141˙ μετὰ γεν., ὁ αὐτ. 11˙ 336. ΙΙ. παρὰ Δίωνι Κ. 43. 17, ἀντὶ προσήραντο ὁ Reiske συνήραντο, ἔλαβον μέρος.
Greek Monolingual
Α αἴρω
1. σηκώνω, κουβαλώ
2. δίνω, προσφέρω σε κάποιον («ἤν... ἀσθενέοντι προσαίρῃ τις ποτόν», Ιπποκρ.)
3. ανεβάζω σε ψηλότερο επίπεδο
4. μέσ. προσαίρομαι
τρώω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αίρω brengen naar, toedienen, met acc. en dat.:; ἀσθενέοντι π. ποτόν een zieke drinken toedienen Hp. Acut. 44; med. tot zich nemen.