στοιχειωτικός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A elementary, Epicur.Fr.242.    2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.l.3.

German (Pape)

[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.