στοιχειωτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A elementary, Epicur.Fr.242. 2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.l.3.
German (Pape)
[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.