στοιχειωτικός

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχειωτικός Medium diacritics: στοιχειωτικός Low diacritics: στοιχειωτικός Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stoicheiōtikós Transliteration B: stoicheiōtikos Transliteration C: stoicheiotikos Beta Code: stoixeiwtiko/s

English (LSJ)

στοιχειωτική, στοιχειωτικόν,
A elementary, Epicur.Fr.242.
2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al. l.3.

German (Pape)

[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.

Russian (Dvoretsky)

στοιχειωτικός: первичный, элементарный, основной Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ στοιχειωτής
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).