στοιχείωσις

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχείωσις Medium diacritics: στοιχείωσις Low diacritics: στοιχείωσις Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: stoicheíōsis Transliteration B: stoicheiōsis Transliteration C: stoicheiosis Beta Code: stoixei/wsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A teaching, ἀρετῆς Hierocl. in CA11p.445M.; elementary exposition, τῶν ὅλων δοξῶν Epicur.Ep.1p.4U.; αἱ δώδεκα σ., a work by Epicurus, Id.Fr.56; ἡ ἠθικὴ σ., work by Eudromus, Stoic.3.268; σ. καθολικαί Phld.Rh.1.104 S.; τὰ ἁπλᾶ πρὸς στοιχείωσίν ἐστιν ἐπιτήδεια elementary teaching, Simp. in Cat.13.29.
2 doctrine of the elements, Gal.7.678, 15.175, 19.356.

German (Pape)

[Seite 946] εως, ἡ, das Unterrichten in den Anfangsgründen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

στοιχείωσις: εως ἡ обучение первоосновам Diog. L.: αἱ Στοιχειώσεις Первоосновы (название одного из сочинений Эпикура).

Greek (Liddell-Scott)

στοιχείωσις: -εως, ἡ, στοιχειώδης, προκαταρκτικὴ διδασκαλία, στοιχειώδης πραγματεία, Διογ. Λ. 10. 37· αἱ στοιχειώσεις, σύγγραμμά τι τοῦ Ἐπικούρου, αὐτόθι 44· - τὸ ἀλφάβητον, Ἐπιφάν. ΙΙ. μάγευμα, μαγεία, Βυζ.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ στοιχειῶ
αστρολογική ή μαγική πράξη, μαγεία, μαγγανεία
αρχ.
1. στοιχειώδης διδασκαλία ή πραγματείαστοιχείωσις ἀρετῆς», Ιεροκλ.)
2. αλφαβητική διαίρεσηεἴκοσι δύο στοιχείων τῶν κατὰ τὴν τῶν Σύρων στοιχείωσιν», Επιφάν.)
3. (κυρίως σε λογοτεχνικά έργα) εισαγωγή, προετοιμασία
4. η επιστήμη που ασχολείται με τα στοιχεία
5. φρ. α) «Αἱ δώδεκα στοιχειώσεις» — τίτλος συγγράμματος του Επικούρου
β) «Ἠθικὴ στοιχείωσις» — σύγγραμμα του Ευδρόμου.