στοιχείωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A teaching, ἀρετῆς Hierocl. in CA11p.445M.; elementary exposition, τῶν ὅλων δοξῶν Epicur.Ep.1p.4U.; αἱ δώδεκα σ., a work by Epicurus, Id.Fr.56; ἡ ἠθικὴ σ., work by Eudromus, Stoic.3.268; σ. καθολικαί Phld.Rh.1.104 S.; τὰ ἁπλᾶ πρὸς στοιχείωσίν ἐστιν ἐπιτήδεια elementary teaching, Simp. in Cat.13.29.
2 doctrine of the elements, Gal.7.678, 15.175, 19.356.
German (Pape)
[Seite 946] εως, ἡ, das Unterrichten in den Anfangsgründen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
στοιχείωσις: εως ἡ обучение первоосновам Diog. L.: αἱ Στοιχειώσεις Первоосновы (название одного из сочинений Эпикура).
Greek (Liddell-Scott)
στοιχείωσις: -εως, ἡ, στοιχειώδης, προκαταρκτικὴ διδασκαλία, στοιχειώδης πραγματεία, Διογ. Λ. 10. 37· αἱ στοιχειώσεις, σύγγραμμά τι τοῦ Ἐπικούρου, αὐτόθι 44· - τὸ ἀλφάβητον, Ἐπιφάν. ΙΙ. μάγευμα, μαγεία, Βυζ.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ στοιχειῶ
αστρολογική ή μαγική πράξη, μαγεία, μαγγανεία
αρχ.
1. στοιχειώδης διδασκαλία ή πραγματεία («στοιχείωσις ἀρετῆς», Ιεροκλ.)
2. αλφαβητική διαίρεση («εἴκοσι δύο στοιχείων τῶν κατὰ τὴν τῶν Σύρων στοιχείωσιν», Επιφάν.)
3. (κυρίως σε λογοτεχνικά έργα) εισαγωγή, προετοιμασία
4. η επιστήμη που ασχολείται με τα στοιχεία
5. φρ. α) «Αἱ δώδεκα στοιχειώσεις» — τίτλος συγγράμματος του Επικούρου
β) «Ἠθικὴ στοιχείωσις» — σύγγραμμα του Ευδρόμου.