ἐξαγωγή

Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ἡ, leading out of troops, X.Eq.Mag.4.9 (pl.), Plb.5.24.4 (pl.).    2 drawing out of a ship from shallows, Hdt.4.179.    3 carrying out, exportation, πωγεῖν ἐπ' ἐξαγωγῇ Id.5.6, cf. 7.156; ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, grant a right of exporting, Isoc.17.57, Pl.Lg.705b; ἐ. λαβεῖν τοῦ σίτου receive an export licence, D.34.36, cf. PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); ἐπ' ἐξαγωγῇ for removal from the country, for deportation, ἀδελφὴν ἐπ' ἐ. πέπρακε D.24.203, cf. 25.55; ἐ. σίτου, σιτική, Plb.28.2.2, 28.16.8.    4 evacuation, Arist.Pr.869b28; αἱ κατὰ φύσιν ἐ. Plu.2.134c.    5 intr., going out: hence, ending of a thing, τῶν παρόντων κακῶν Plb.2.39.4, etc.; ἐ. ἐκ τοῦ ζῆν, ἐ. βίου, departure from life, Epicur.Sent.20, Sent.Vat.38; . alone, suicide, Chrysipp.Stoic.3.188, Varro Sat.Men.p.227 B., etc.    6 the Exodus, Ph.1.438, al.; title of poem by Ezekiel.    II as law-term, ejectment, Is.3.22, D.44.34.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, das Heraus-, Wegführen, z. B. eines Schiffes aus der See, Her. 4, 179; der Soldaten, Xen. Hipparch. 4, 9; Pol. 5, 24, 4 u. öfter; bes. Wegführen aus dem Lande, πωλεῦσι τὰ τέκνα ἐπ' ἐξαγωγῇ Her. 5, 6; übh. von Waaren, die ins Ausland verführt werden, vgl. Dem. 24, 203 τὴν ἀδελφὴν ἐπ' ἐξαγωγῇ φήσει μὲν ἐκδοῦναι, πέπρακε δὲ τῷ ἔργῳ, von Einem, der seine Schwester an einen Ausländer und Feind des Staates verheirathet hatte; ἐξαγωγὴν δοῦναι, Erlaubniß zur Ausfuhr geben, Isocr. 17, 57; ἐξαγωγὴν λαβεῖν, von einer solchen Erlaubniß Gebrauch machen, Dem. 34, 36; πολλὴν ἐξαγωγὴν παρέχεσθαι Plat. Legg. IV, 705 b; Sp.; σίτου Pol. 28, 2, 2; σύκων Plut. Sol. 24. Bei Dem. 44, 34 vom Vertreiben aus der angetretenen Erbschaft. – Bei Plut. de sanit. tuend. p. 401 αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί = Ausleerungen. – Auch intr., das Ausgehen, bes. aus dem Leben, der Tod, Plut. stoic. rep. 18 u. a. Sp.; übh. der Ausgang, τῶν παρόντων κακῶν, τῶν πραγμάτων, Pol. 2, 39, 4. 4, 51, 9; ἐξαγωγὴν ποιεῖσθαι περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, die Streitigkeiten beilegen, 9, 33, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγωγή: ἡ, τὸ ἐξάγειν στρατιώτας, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 9, Πολύβ. 5. 24, 4. 2) τὸ ἐξάγειν τι ἔκ τινος μέρους, περὶ τῆς Ἀργοῦς ἥτις ἐκάθισεν εἰς τὰ βράχεα, δηλ. τὰ τενάγη τῆς Τριτωνίδος λίμνης, καὶ οἱ (τῷ Ἰήσονι) ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν λόγος ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα, κτλ., Ἡρόδ. 4. 179. 3) ἡ εἰς τὴν ἀλλοδαπὴν ἐξαγωγὴ ἐμπορευμάτων, πωλεῖν ἐπ’ ἐξαγωγῇ Ἡρόδ. 5. 6, πρβλ. 7. 156· ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, παρέχειν τὸ δικαίωμα ἐξαγωγῆς, Ἰσοκρ. 370Β, Πλάτ. Νόμοι 705Β· ἐξαγ. λαβεῖν, λαβεῖν δικαίωμα ἐξαγωγῆς, Δημ. 917. 28· ἐπ’ ἐξαγωγῇ, ὅπως ἐξαγάγῃ τις ἔξω τῆς χώρας, ἀδελφὴν ἐπ’ ἐξαγωγῇ πέπρακε ὁ αὐτ. 763. 13, πρβλ. 787. 8· ἐξαγ. σίτου ἢ σιτικὴ Πολύβ. 28. 2, 2., 14. 8. 4) ἐκκένωσις, Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαὶ Πλούτ. 2. 134C. 5) τὸ ἐξέρχεσθαι, ἔξοδος, καὶ ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. exitus, τὸ τέλος πράγματός τινος, Πολύβ. 2. 39, 4, κτλ., τὸ τέλος τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1042D· ἡ ἔξοδος τῶν Ἑβραίων ἐκ τῆς Αἰγύπτου, Κλήμ. Ἀλ. 414. ΙΙ. ἔξωσις, ὡς νομικὸς ὅρος, πρὸς ἐκδίκασιν τῶν δικαιωμάτων ἰδιοκτησίας, Ἰσαῖος 40. 12, Δημ. 1090. 23.