ψιλότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A bareness, τῆς γῆς Hp.Aër. 19, cf. Plu.Fab.11. 2 baldness, Id.Galb.27: pl., Artem.1.21. 3 smoothness, of a woman's body, Plu.2.651a; opp. τραχύτης, ib. 979a; opp. δασύτης, Arist.HA499a11. II tenuity (cf. ψιλός VI. 2), opp. δασύτης, Id.Po.1456b32, D.H.Comp.14. 2 the spiritus lenis, Plb.10.47.10 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1400] ητος, ἡ, 1) Nacktheit, Kahlheit, Plut. Fab. 11 Galb. 27 u. sonst. – 2) bei den Gramm. der spiritus lenis, auch Pol. 10, 47, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλότης: -ητος, ἡ, γυμνότης, ἐπὶ πεδιάδος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλουτ. Φάβ. 11. 2) φαλακρότης, ὁ αὐσ. ἐν Γάλβ. 27· ― λειότης, ἐπὶ τοῦ γυναικείου σώματος, ὁ αὐτ. 2.651Α· ἀντίθετον τῷ τραχύτης, αὐτόθι 979Α· τῷ δασύτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 23. ΙΙ.ἡ ἔλλειψις δασέος πνεύματος (πρβλ. ψιλὸς VI. 2), ἀντίθετον τῷ δασύτης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. 2) ἡ ψιλή, τὸ ψιλὸν πνεῦμα, spiritus lenis, Πολύβ. 10, 47, 10.