Ἰλιὰς
Greek (Liddell-Scott)
Ἰλιὰς: ῑλ, άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Ἰλιακός, Ἡρόδ. 5. 94, καὶ Τραγ.: ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), ἡ Τρωϊκὴ γῆ, ἡ Τρωὰς. Ἡρόδ. 5. 122. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), ἡ ἐκ Τροίας γυνή, Τρῳάς, Εὐρ. Ἑλ. 1114, Τρῳ. 245, κτλ. 3) (ἐξυπακ. τοῦ ποίησις), ἡ Ἰλιὰς τοῦ Ὁμήρου, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12, κ. ἀλλ.· παροιμ., Ἰλιὰς κακῶν, δηλ. ἀτελεύτητος σειρὰ κακῶν, δυστυχημάτων, Δημ. 387. 12, Διοδ. Ἀποσπ. Βιβλλ. 36. ΙΙΙ. εἶδος κίχλης (πτηνοῦ)· ἴσως turdus Iliacus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ἀλλ’ ἐν Ἀθην. 65Α, Εὐστ. 947. 8. φέρεται: ἰλλάς.