Ἰλιακός

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰλιᾰκός Medium diacritics: Ἰλιακός Low diacritics: Ιλιακός Capitals: ΙΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Iliakós Transliteration B: Iliakos Transliteration C: Iliakos Beta Code: *)iliako/s

English (LSJ)

[ῑλ], ή, όν,
A Ilian, Trojan, μῦθοι AP9.192 (Antiphil.); πόλεμος Str.1.2.9; concerning the Iliad, προσῳδία, title of work by Hdn. Gr.
II ἰλιακά, τά, word of doubtful meaning in PTeb.61 (b).319, cf. 68.88, al. (ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'Ilion.
Étymologie: Ἴλιον.

Russian (Dvoretsky)

Ἰλιᾰκός: (ῑλ) [adj. к Ἴλιον илионский, троянский (πόλεμος Polyb.; μῦθοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἰλιᾰκός: ῑλ, ή, όν, ἀνήκων εἰς τὴν πόλιν Ἴλιον, Τρωϊκός, Ἀνθ. Π. 9. 192, Στράβ. 20· ἀναφερόμενον εἰς τὴν Ἰλιάδα, Ἡρῳδιαν., Γραμμ.

Greek Monotonic

Ἰλιᾰκός: [ῑ], -ή, -όν (Ἴλιον), αυτός που ανήκει στην πόλη του Ιλίου, Τρωϊκός, σε Ανθ.

Middle Liddell

Ἰ¯λιᾰκός, ή, όν Ἴλιον
Ilian, Trojan, Anth.