ον,
A high in air, ἀ. δ' ἔσαν ὄζοι Od.12.435; cf. ἀπήορος.
[Seite 290] (αἰωρέω), = ἀπήορος, Od. 12, 485 ἀπήωροι ὄζοι, weit abstehende Aeste.
ἀπήωρος: -ον, «ἀπῃωρημένος», ἀπήωροι δ’ ἔσαν ὄζοι Ὀδ. Μ. 435, πρβλ. ἀπήορος.