ον,
A aiming at fashion, foppish, Hld.7.10.
[Seite 718] sein u. artig sein wollend, Heliod. 7, 10.
ἐθελάστειος: -ον, ὁ θέλων νὰ εἶναι λεπτός, εὐγενής, κομψός, ἀλαζονικός, Ἡλιόδ. 7. 10.